-
1 плевательница
-
2 плевательница
плевательницаж τό πτυελοδοχεῖο[ν], ἡ πτυελοδόχη. -
3 плевальница
-ы θ. (απλ.) πτυελοδοχείο. -
4 плевательница
-ы θ.πτυελοδοχείο.
См. также в других словарях:
πτυελοδοχείο — το, Ν δοχείο με κάλυμμα ή χωρίς κάλυμμα για να φτύνουν μέσα τα προϊόντα τής απόχρεμψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτύελο + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. πτυελοδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πτυελοδοχείο — το δοχείο όπου φτύνει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… … Dictionary of Greek
πτυελίστρα — η, Ν μικρό φορητό πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυελίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
φτυστήρι — το, Ν πτυελοδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ τού αορ. έ φτυσ α τού φτύνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. ποτιστήρι)] … Dictionary of Greek